- Κνίδιον
- Κνίδιονofneut nom/voc/acc sgΚνίδιοςofmasc acc sgΚνίδιοςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κνιδίοις — Κνίδιον of neut dat pl Κνίδιος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνιδίου — Κνίδιον of neut gen sg Κνίδιος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνιδίων — Κνίδιον of neut gen pl Κνίδιος of fem gen pl Κνίδιος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνιδίῳ — Κνίδιον of neut dat sg Κνίδιος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνίδια — Κνίδιον of neut nom/voc/acc pl Κνίδιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHOASPES vel CHOASPIS — Medorum fluv. ad fines Persidis in Tigrim defluens: cuius aquae tam sunt suaves, ut finitimi Reges non aliâ aquâ ad potum utantur. Tibul. l. 4. El. 1. v. 141. Nec quâ vel Nilus, vel regia lympha Choaspis Profivit. Item Ausonius, in claris urbibus … Hofmann J. Lexicon universale
κνίδιος — ια, ο (AM κνίδιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» κλασικό αριστούργημα τού γλύπτη Πραξιτέλη) 2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδία αυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων… … Dictionary of Greek
κόκαλος — και κόκκαλος, ο (AM κόκκαλος) νεοελλ. 1. κόκαλο 2. ο σκληρός πυρήνας τών καρπών, το κουκούτσι νεοελλ. μσν. ισχίο αρχ. 1. το κουκούτσι τού κουκουναριού 2. το κουκουνάρι 3. ο καρπός τού φυτού δαφνοειδές το κνίδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα… … Dictionary of Greek
τετρακνίδιον — τὸ, Α μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κνίδιον «μέτρο χωρητικότητας»] … Dictionary of Greek
Κνιδίωι — Κνιδίῳ , Κνίδιον of neut dat sg Κνιδίῳ , Κνίδιος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)